βελονοθήκη

βελονοθήκη
η игольник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βελονοθήκη" в других словарях:

  • βελονοθήκη — η μικρή θήκη για τη φύλαξη βελονών …   Dictionary of Greek

  • βελονοθήκη — η θήκη για βελόνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βελονοθήκας — βελονοθήκᾱς , βελονοθήκη needle case fem acc pl βελονοθήκᾱς , βελονοθήκη needle case fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • ραφιδοθήκη — η, ΝΑ θήκη για ραφίδες, βελονοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • στομωμάτιον — τὸ, Α [στόμωμα, ατος] βελονοθήκη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»